- αλωπεκία
- Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν εμφανίζεται έπειτα από ορισμένες λοιμώδεις νόσους, όπως o τύφος και ο τυφοειδής πυρετός. Η α. δεν προσβάλλει πάντα ολόκληρο το τριχωτό της κεφαλής, αλλά συχνά περιορίζεται σε μικρές ζώνες, όπως στην περίπτωση της περιγεγραμμένης α. ή της γυροειδούς α., που οφείλεται σε ελαττωματική νεύρωση των τριχών. O όρος α. παράγεται από τη λέξη αλώπηξ, επειδή οι τρίχες αυτού του ζώου (αλεπού) πέφτουν τούφες-τούφες. Τα γενεσιουργά αίτια της α. είναι πολλά. Μπορεί να οφείλεται σε ανεπάρκεια εκκρίσεως του θυρεοειδούς αδένα, σε κληρονομικά αίτια, σε λοιμώδεις νόσους όπως τυφοειδή πυρετό ή πνευμονία, σε ψυχολογικά αίτια (άγχος κλπ.). Τα συμπτώματα είναι πολλά και ανάλογα με την αιτία στην οποία οφείλεται η α. Στη γυροειδή α., ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της κεφαλής εξακολουθεί να έχει τριχοφυΐα, εμφανίζονται μικρά στρογγυλά σχήματα χωρίς τρίχες.
Χαρακτηριστικό δείγμα της γυροειδούς αλωπεκίας: στο κεφάλι εμφανίζεται φαλάκρα σε μικρά στρογγυλά σχήματα ενώ τα άλλα τμήματα της κεφαλής παραμένουν άθικτα.
* * *η (Α ἀλωπεκία)αρρώστια, κατά την οποία παρατηρείται πτώση ή προσωρινή έλλειψη τών τριχών, κυρίως δε τών τριχών τού κεφαλιού, η ψώρα τών αλεπούδωναρχ.1. φωλιά τής αλεπούς2. πληθ. αἱ ἀλωπεκίαι, φαλακρά τμήματα τού κεφαλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ- θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ία.ΠΑΡ. νεοελλ. αλωπεκικός, αλωπεκιώ].
Dictionary of Greek. 2013.